λακτάριος

λακτάριος
(Lactarius). Γένος βασιδιομυκήτων, της κλάσης των υμενομυκήτων, της τάξης agaricales. Kοινότερος στην Ελλάδα είναι ο λ. ο νόστιμος. Έχει καρπόσωμα (σποριοφόρο σώμα) με αρχικά κυρτό και αργότερα χωνοειδή, πορτοκαλόχρωμο πίλο, και ωχρώδη ελάσματα που κατεβαίνουν αρκετά προς τον πόδα (στύπο). Ο τελευταίος είναι κυλινδρικός, κενός στο εσωτερικό και έχει το ίδιο χρώμα με τον πίλο. Ολόκληρο το καρπόσωμα του μανιταριού στιγματίζεται εύκολα από κυανοπράσινο χρώμα και όταν κοπεί εκκρίνει πορτοκαλόχρωμο γαλακτώδη χυμό. Είναι μανιτάρι φαγώσιμο με ευχάριστη γεύση. Αναπτύσσεται το καλοκαίρι και στο τέλος του φθινοπώρου σε δάση πεύκης, δρυός και οξιάς, σε ασβεστολιθικά εδάφη. Συγγενή είδη είναι ο λ. ο πιπερωτός και ο λ. ο αμφίβολος. Βασιδιομύκητες του είδους λακτάριος ο πιπερωτός (Lactarious piperatus).
* * *
ο
(μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων υμενομυκήτων που ανήκει στην τάξη αγαρικώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lactarius < νεολατ. lactarius < λατ. lactarius «γαλακτούχος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μανιτάρια — Κοινή ονομασία του υπέργειου, ογκώδους, γενικά μαλακού και σαρκώδους καρποσώματος ή σποριοφόρου σώματος πολλών ανώτερων μυκήτων, το οποίο παράγεται από ένα πλούσια διακλαδιζόμενο μυκήλιο που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους των δασών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”